μεσῳδός

μεσῳδός
μεσῳδός
portion of a choral ode
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσωδός — μεσωδός, ἡ (Α) μέρος χορικού άσματος το οποίο παρεμβάλλεται μεταξύ τής στροφής και τής αντιστροφής χωρίς κάποιο άλλο, που να ανταποκρίνεται σε αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. επ ωδός] …   Dictionary of Greek

  • μεσωιδοῦ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσωιδός — μεσῳδός portion of a choral ode masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσῳδοί — μεσῳδός portion of a choral ode masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσῳδοῦ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσῳδῶ — μεσῳδός portion of a choral ode masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

  • μεσωδικός — μεσῳδικός, ή, όν (Α) [μεσωδός] αυτός που ανήκει στη μεσωδό ή που είναι όμοιος με τη μεσωδό («μεσῳδικὸν ἆσμα») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”